εύγειος — εὔγειος, ον (ΑΜ), Α και εὔγαιος, ον) αυτός που έχει καλό, εύφορο χώμα αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὔγειος η εὔφορη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γειος (< γαία, γη), πρβλ. έγ γειος, υπό γειος] … Dictionary of Greek
εὔγειος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγειότατον — εὔγειος of masc acc superl sg εὔγειος of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔγειον — εὔγειος of masc/fem acc sg εὔγειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγειοτέροις — εὔγειος of masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγείοις — εὔγειος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγείου — εὔγειος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγείους — εὔγειος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγείων — εὔγειος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγείῳ — εὔγειος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔγεια — εὔγειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)